- προψηλάφημα
- προψηλᾰφ-ημα, ατος, τό,A = προοίμιον in music, prelude, Procl.in Ti.1.355 D. (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προψηλάφημα — ατος, τὸ, Α μουσ. προοίμιο, προανάκρουσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψηλάφημα «άγγιγμα» (< ψηλαφῶ)] … Dictionary of Greek
προψηλαφήματα — προψηλάφημα prelude neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)